διάβολον

διάβολον
διάβολος
slanderous
masc/fem acc sg
διάβολος
slanderous
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ди˫аволъ — ДИ˫АВОЛ|Ъ (619), А с. διάβολος Дьявол, дух зла: тако же ѹготованыи огнь диѩволѹ и а(н)ге||ломъ ѥго. (τῷ διαβόλῳ) Изб 1076, 107 об.–108; Вьсемѹ ли грѣхѹ и блѹдѹ ѹбо. вина ѥсть ди˫аволъ. (ὁ διάβολος) Там же, 190; си же тако ди˫аволъ раждьже ˫а на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”